lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μπορώ στα σουηδικά

Λέξη:
μπορώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (4):
förmå, kunna, orka, klare
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά μπορώ, μπορώ σκαι, μπορώ πια και μονος να ζω, μπορώ πειραιώς, μπορώ να μείνω έγκυος όταν έχω περίοδο, μπορώ να επεκτείνω το χώρο στο usb stick μου, μπορώ στα σουηδικά, förmå στα ελληνικά
μπορώ στα σουηδικά