lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαμποτάρω στα σουηδικά

Λέξη:
σαμποτάρω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά σαμποτάρω, σαμποτάρω συνώνυμο, σαμποτάρω συνώνυμα, σαμποτάρω στα σουηδικά, sabotera στα ελληνικά
σαμποτάρω στα σουηδικά