lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαμποτάρω στα ρωσικά

Λέξη:
σαμποτάρω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά σαμποτάρω, σαμποτάρω συνώνυμο, σαμποτάρω συνώνυμα, σαμποτάρω στα ρωσικά, саботировать στα ελληνικά
σαμποτάρω στα ρωσικά