lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαμποτάρω στα ουκρανικά

Λέξη:
σαμποτάρω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
саботаж, саботувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σαμποτάρω, σαμποτάρω συνώνυμο, σαμποτάρω συνώνυμα, σαμποτάρω στα ουκρανικά, саботаж στα ελληνικά
σαμποτάρω στα ουκρανικά