lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αλλοιώνω στα τσεχική

Λέξη:
αλλοιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (32):
falšovat, hýčkat, kazit, nalíčit, napodobit, narušit, ničit, padělat, podplatit, podplácet, podvrhnout, pokazit, poničit, porouchat, porušit, předstírat, překroutit, překrucovat, rozmazlit, rozmazlovat, tvořit, vymyslet, vymýšlet, vyrobit, vyrábět, zfalšovat, zhotovit, zhýčkat, zkazit, zkomolit, znehodnotit, zničit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική αλλοιώνω, αλλοιώνω συνώνυμο, αλλοιώνω συνώνυμα, αλλοιώνω μεταφραση, αλλοιώνω english, αλλοιώνω στα τσεχική, falšovat στα ελληνικά
αλλοιώνω στα τσεχική