lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αλλοιώνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
αλλοιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
adulterar, fabricar, falsificar, mistificar, suplantar, estropear, viciar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αλλοιώνω, αλλοιώνω συνώνυμο, αλλοιώνω συνώνυμα, αλλοιώνω μεταφραση, αλλοιώνω english, αλλοιώνω στα πορτογαλικά, adulterar στα ελληνικά
αλλοιώνω στα πορτογαλικά