lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποκαλύπτω στα τσεχική

Λέξη:
αποκαλύπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (22):
demaskovat, jevit, manifestovat, objevit, objevovat, obnažit, odhalit, odhalovat, odkrýt, odkrývat, projevit, projevovat, prozradit, prozrazovat, rozhlásit, rozšířit, vypátrat, vyzradit, zjevit, zjistit, zpozorovat, zradit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική αποκαλύπτω, εκπομπή αποκαλύπτω, αποκαλύπτω χαρδαβελας, αποκαλύπτω τουσ κορυφαίουσ του πασοκ, αποκαλύπτω ταινια, αποκαλύπτω συνώνυμο, αποκαλύπτω στα τσεχική, demaskovat στα ελληνικά
αποκαλύπτω στα τσεχική