lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καλύπτω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bedclothes, cope, cover
καλύπτω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
deka, hradit, kryt, krytí, obal, pokrýt, pokrývat, potáhnout, překlenout, přikrýt, přikrývka, skrýt, uhradit, ujet, ujít, ukrýt, zahalit, zaklopit, zakrýt, zastřít, úhrada
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bedecken, bettdecke, decke, decken, einhüllen, fußdecke, hülle, maskieren, umschlag, verdecken, verhüllen, verschleiern, zudecken
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
dække, filt, låg, tæppe
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cobertura, cobijar, cubierta, cubrir, frazada, manta, tapa, tapar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cacher, couverture, couvrir, encapuchonner, enchaperonner, masquer, occulter, recouvrir, voiler
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coltre, coperta, copertina, coprire
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
filt, hølje, teppe
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
закрывать, одеяло, прикрытие
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
filt, hölje, lock, maskera
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbuloj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
закрываць, засланяць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kate, kattaa, peite, peittää
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pokriti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
boríték
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
antklodė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acobertar, coberta, cobertor, cobertura, cobrir, colcha, manta, revestir, tampa, tapa, tapar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
близький, близько, вхопити, відкладати, відкласти, відстрочити, відстрочувати, завершення, закрити, закриття, закупорте, заплющувати, зачинити, зачиняти, клацання, кусати, обриватися, розійдіться, хапати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przykrycie, zakrywać

Σχετικές λέξεις

καλύπτω στα αγγλικά, καλύπτω συνωνυμα, καλύπτω επιφάνειες, καλύπτω αρχικοί χρόνοι, καλύπτω τούρτα με ζαχαρόπαστα, καλύπτω κλιση, καλύπτω ανάγκες, καλύπτω αρχαία, καλύπτω τα νώτα μου, καλύπτω το κενό