lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ατύχημα στα τσεχική

Λέξη:
ατύχημα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (15):
defekt, havárie, nehoda, neštěstí, náhoda, náhodný, porucha, poškození, pád, příběh, příhoda, případ, událost, vedlejší, škoda
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ατύχημα, ατύχημα του σουμάχερ, ατύχημα στο dragster, ατύχημα στα τέμπη, ατύχημα σουμάχερ, ατύχημα ονειροκριτης, ατύχημα στα τσεχική, defekt στα ελληνικά
ατύχημα στα τσεχική