lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βαθμιαίος στα τσεχική

Λέξη:
βαθμιαίος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (8):
graduál, postupný, povlovný, stupňovitý, odstupňovaný, ponenáhlý, stupňovaný, vzestupný
Σχετικές λέξεις:
τσεχική βαθμιαίος, βαθμιαίος στα τσεχική, graduál στα ελληνικά
βαθμιαίος στα τσεχική