lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βαθμιαίος στα γερμανικά

Λέξη:
βαθμιαίος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (4):
allmählich, graduell, schrittweise, stufenweise
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά βαθμιαίος, βαθμιαίος στα γερμανικά, allmählich στα ελληνικά
βαθμιαίος στα γερμανικά