lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βελτιώνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
βελτιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (13):
accionar, afinar, aperfeiçoar, apurar, bonificar, consertar, corrigir, emendar, melhorar, pejorar, rectificar, refinar, reparar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά βελτιώνω, βελτιώνω την πόλη μου αιτήματα παράπονα και προτάσεις πολιτών, βελτιώνω την πόλη μου, βελτιώνω την ορθογραφία μου, βελτιώνω τα αγγλικά μου, βελτιώνω συνώνυμα, βελτιώνω στα πορτογαλικά, accionar στα ελληνικά
βελτιώνω στα πορτογαλικά