lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βελτιώνω στα γερμανικά

Λέξη:
βελτιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
verbessern, vervollkommnen, bessern, berichtigen, korrigieren, reparieren, raffinieren, veredeln, verfeinern
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά βελτιώνω, βελτιώνω την πόλη μου αιτήματα παράπονα και προτάσεις πολιτών, βελτιώνω την πόλη μου, βελτιώνω την ορθογραφία μου, βελτιώνω τα αγγλικά μου, βελτιώνω συνώνυμα, βελτιώνω στα γερμανικά, verbessern στα ελληνικά
βελτιώνω στα γερμανικά