lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οικιακός στα γερμανικά

Λέξη:
οικιακός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (23):
dienerin, dienstbote, dienstmädchen, eingebildet, einheimisch, einwärts, hausmädchen, heimisch, hinein, häuslich, inländisch, inner, innere, innerhalb, innerlich, innig, intern, inwendig, magd, mädchen, national, vertraulich, völkisch
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά οικιακός, οικιακός μύλος για αλεύρι, οικιακός μύλος αλευριού, οικιακός κομποστοποιητής, οικιακός εξοπλισμός, οικιακός γραμματισμός, οικιακός στα γερμανικά, dienerin στα ελληνικά
οικιακός στα γερμανικά