lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γουργουρίζω στα τσεχική

Λέξη:
γουργουρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (22):
brblat, brumlat, bručení, bručet, bublat, bublání, huhlat, hučet, mručet, mumlat, příst, rachotit, reptat, reptání, vrčet, zamručet, zamumlání, šelestit, šepot, šum, šumot, šumět
Σχετικές λέξεις:
τσεχική γουργουρίζω, γουργουρίζω στα τσεχική, brblat στα ελληνικά
γουργουρίζω στα τσεχική