lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θελκτικός στα τσεχική

Λέξη:
θελκτικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (9):
atraktivní, lákavý, líbivý, poutavý, přitažlivý, půvabný, svůdný, vábivý, vábný
Σχετικές λέξεις:
τσεχική θελκτικός, θελκτικός στα τσεχική, atraktivní στα ελληνικά
θελκτικός στα τσεχική