lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παράγω στα πορτογαλικά

Λέξη:
παράγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
cerar, compor, confeccionar, constituir, construir, criar, elaborar, erigir, executar, fabricar, fazer, formar, haver, instituir, manufacturar, produzir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά παράγω, παράγω συνώνυμα, παράγω προστακτική, παράγω παραγάγω, παράγω παράξω, παράγω κλίση, παράγω στα πορτογαλικά, cerar στα ελληνικά
παράγω στα πορτογαλικά