lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατανέμω στα τσεχική

Λέξη:
κατανέμω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (6):
přidělit, přikázat, stanovit, určit, určovat, ustanovit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κατανέμω, κατανέμω συνώνυμο, κατανέμω συνώνυμα, κατανέμω κλίση, κατανέμω αγγλικα, κατανέμω στα τσεχική, přidělit στα ελληνικά
κατανέμω στα τσεχική