lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρόσφατος στα τσεχική

Λέξη:
πρόσφατος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (5):
nedávný, nový, čerstvý, mladý, svěží
Σχετικές λέξεις:
τσεχική πρόσφατος, πρόσφατος συνώνυμο, πρόσφατος σεισμός στην ελλάδα, πρόσφατος σεισμός, πρόσφατος νόμος για τα ναρκωτικά, πρόσφατος στα τσεχική, nedávný στα ελληνικά
πρόσφατος στα τσεχική