πρόσφατος στα τσεχική πρόσφατος στα γερμανικά πρόσφατος στα ισπανικά πρόσφατος στα γαλλικά πρόσφατος στα ιταλικά πρόσφατος στα ρωσικά πρόσφατος στα φινλανδικά πρόσφατος στα ουγγρική πρόσφατος στα πορτογαλικά πρόσφατος στα πολωνική πρόσφατος στα δανική πρόσφατος στα νορβηγικά πρόσφατος στα σουηδικά πρόσφατος στα λευκορωσίας πρόσφατος στα εσθονική πρόσφατος στα κροατικά πρόσφατος στα λιθουανική πρόσφατος στα ρουμανική πρόσφατος στα σλοβενική πρόσφατος στα ουκρανικά
αναγκαίος στα λιθουανική στέγαση στα δανική γεμίζω στα γαλλικά ασφαλής στα ρωσικά ανεβαίνω στα τσεχική
ανεβαίνω στη μηλιά στέγαση αστέγων γεμίζω από αναγκαίος συνώνυμα ασφαλής οδήγηση