lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνέταιρος στα τσεχική

Λέξη:
συνέταιρος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (9):
druh, komplic, napomáhač, partner, přidružený, sdružený, společník, spolupachatel, spoluviník
Σχετικές λέξεις:
τσεχική συνέταιρος, συνέταιρος ή συνεταίρος, ζητείται συνέταιρος, συνέταιρος στα τσεχική, druh στα ελληνικά
συνέταιρος στα τσεχική