lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άδεια στα δανική

Λέξη:
άδεια (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (12):
bevilling, ferie, helg, klarering, licens, lov, lånte, passerseddel, samtykke, semester, tilladelse, tilslutning
Σχετικές λέξεις:
δανική άδεια, άδεια παραμονής, άδεια οπλοφορίας, άδεια μικρής κλίμακας, άδεια μητρότητας, άδεια εργασίας, άδεια στα δανική, bevilling στα ελληνικά
άδεια στα δανική