lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τυπώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
print
τυπώνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
otisknout, potisknout, tisknout, vtisknout, vtlačit, vytisknout
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausdrucken, drucken, gedruckt, veröffentlichen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
aftryk, trykke
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estampar, imprimir
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
imprimer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imprimere, stampare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trykke
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отпечатывать, печатать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
teckna, trycka
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
пячатаць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
painaa
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
nyomtat
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
spausdinti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estampar, imprimir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вражати, вразити, відбиток, відтиск, друк, друкувати, зараз, клеймо, надрукувати, печатати, проштемпелювати, тавро, шрифт, штемпель, штемпелювати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
drukować

Σχετικές λέξεις

τυπώνω πληρώνω, τυπώνω μπλουζάκια, τυπώνω ζωγραφιές