lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κοπάζω στα φινλανδικά

Λέξη:
κοπάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (6):
alentaa, helpottua, kulua, lieventää, pienentää, supistaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά κοπάζω, κοπάζω στα φινλανδικά, alentaa στα ελληνικά
κοπάζω στα φινλανδικά