lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γεύση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
calling, discrimination, flair, flavour, fondness, orange, palate, passion, penchant, predilection, relish, savour, smack, taste
γεύση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chutnat, chuť, ochutnávat, okusit, příchuť, sklon, vkus, vychutnat, vychutnávat, zalíbení, záliba
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
faible, geschmack, kosten, probieren, schmecken, verkosten, vorliebe
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
aroma, gane, smag, smage, smak
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afición, catar, degustar, gustar, gusto, probar, sabor, saborear
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amour, curiosité, goût, goûter, plaire, prédilection, saveur, savourer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assaggiare, assaporare, gustare, gusto, sapore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aroma, forkjærlighet, gane, smak, smaka, smake
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вкус, смак, увлечение
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smak, smaka
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shijoj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вкус
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
горький, смак
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
maitse
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lempi, maku, rakkaus
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kóstolgat, kóstolni, szeretet, vonzódás, íz, ízlel, ízlelni, ízlelés, ízlik, ízlés
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
skonis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
catar, degustar, sabor, saborear
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
okus
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
chuť
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вподобання, порив, пристрасть, симпатія, смак, уподобання
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
smak, smakować, zamiłowanie

Σχετικές λέξεις

γεύση πάτρα, γεύση βόλος, γεύση τέλεια κιλκίς, γεύση πικραμύγδαλου, γεύση από ελλάδα, γεύση γνώση, γεύση στη φύση, γεύση από σάρκα, γεύση και απόλαυση, γεύση της φάρμας