lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ωριμότητα στα φινλανδικά

Λέξη:
ωριμότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά ωριμότητα, ωριμότητα ψυχολογία, ωριμότητα συνώνυμο, ωριμότητα συνώνυμα, ωριμότητα πλακούντα, ωριμότητα παιδιού, ωριμότητα στα φινλανδικά, kypsyys στα ελληνικά
ωριμότητα στα φινλανδικά