lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ωριμότητα στα γερμανικά

Λέξη:
ωριμότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (3):
geschlechtsreife, pubertät, reife
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ωριμότητα, ωριμότητα ψυχολογία, ωριμότητα συνώνυμο, ωριμότητα συνώνυμα, ωριμότητα πλακούντα, ωριμότητα παιδιού, ωριμότητα στα γερμανικά, geschlechtsreife στα ελληνικά
ωριμότητα στα γερμανικά