lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ωριμότητα στα αγγλικά

Λέξη:
ωριμότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (4):
maturity, puberty, ripeness, womanhood
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά ωριμότητα, ωριμότητα ψυχολογία, ωριμότητα συνώνυμο, ωριμότητα συνώνυμα, ωριμότητα πλακούντα, ωριμότητα παιδιού, ωριμότητα στα αγγλικά, maturity στα ελληνικά
ωριμότητα στα αγγλικά