lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: φρουρός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
establishment, mail, outpost, post, sentinel, sentry, station
φρουρός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hlídka, místo, postavení, pošta, působiště, stanice, stanoviště, stráž, strážnice
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
feldwache, post, posten, standleitung, station, stelle, stellung, wache, wacholderbranntwein, wachposten
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forpost, post, station, udpost, vagtpost
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
centinela, correo, estación, puesto, representación
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
avant-poste, poste, sentinelle, vedette
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avamposto, posta, posto, scolta, sentinella
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forpost, post, stasjon, utpost
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аванпост, пост, представительство, станция
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
post, utpost
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
postë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аванпост, часовой
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
пост, пошта
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
post
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asema, posti, vartija
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mjesto, pošta, straža
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kirendeltség, képviselet, őrhely, őrség
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
korespondencija, paštas, postas, sargyba, sargybinis, stotis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
correio, estação, posto, sentinela
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
poştă
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
postaja
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аванпост, відправити, голодування, посада, посилати, пост, пошта, поштовий, призначення, піст, розклеювати, розклеїти, стовп, страж, щогла
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
placówka, posterunek

Σχετικές λέξεις

φρουρός λεμφαδένας, φρουρός πλοίου, φρουρός ψωμιάδη, φρουρός αιγείρας, φρουρόσ πλοίων, φρουρός αδένας, ειδικός φρουρός, αγρυπνος φρουρός, ειδική φρουρός, ο φρουρός