lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ένορκος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
alderman, juror
ένορκος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
konšel, porotce
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beisitzer, schöffe
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jurado
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
juré, échevin
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giurato
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заседатель
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
esküdt
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jurado
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ławnik

Σχετικές λέξεις

ένορκος δήλωση, ένορκος σε δικαστήριο, ο ένορκος, τακτικός ένορκος, η ένορκος