lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επισκέπτομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
call, frequent, haunt, infest, obsess, tour, visit, visited
επισκέπτομαι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
navštívit, navštěvovat, posednout, pronásledovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufsuchen, bereisen, besichtigen, besuchen, heimsuchen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bese, besøge
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ver, visita, visitar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affliger, fréquenter, hanter, visiter, voir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
visitare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bese, besiktiga, besøka, besøke, gjeste, oppsøke
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
навещать, посещать, постигать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anfäkta, bese, besiktiga, besöka
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vizitë
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
наведваць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kummitella
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
posjetiti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
látogatni, megnéz, megtekinteni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
frequentar, visita, visitar
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
obiskati
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відвідати, відвідувати, відновити, відновлення, відновлювати, відремонтувати, лагодження, лагодити, полагодити, ремонт, ремонтний, ремонтувати, ходити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
nawiedzać, odwiedzać, zwiedzać

Σχετικές λέξεις

επισκέπτομαι την πόλη μου 2014, επισκέπτομαι ρήμα, επισκέπτομαι την πόλη μου, επισκέπτομαι συνώνυμα, επισκέπτομαι συνώνυμο, επισκέπτομαι αόριστος, επισκέπτομαι conjugation