lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευκατάστατος στα αγγλικά

Λέξη:
ευκατάστατος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (6):
affluent, fortuned, prosperous, substantial, wealthy, well-off
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά ευκατάστατος, ευκατάστατος στα αγγλικά, affluent στα ελληνικά
ευκατάστατος στα αγγλικά