lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευκατάστατος στα γερμανικά

Λέξη:
ευκατάστατος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (5):
begütert, bemittelt, reich, vermögend, wohlhabend
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ευκατάστατος, ευκατάστατος στα γερμανικά, begütert στα ελληνικά
ευκατάστατος στα γερμανικά