lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευκατάστατος στα ουκρανικά

Λέξη:
ευκατάστατος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
багатий, важливий, заможний, істотний, квітучий, пишний, процвітаючий, реальний, сприятливий, успішний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ευκατάστατος, ευκατάστατος στα ουκρανικά, багатий στα ελληνικά
ευκατάστατος στα ουκρανικά