lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευκατάστατος στα λευκορωσίας

Λέξη:
ευκατάστατος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (6):
багаты, грунтоўны, заможны, плацежаздольны, слушны, угрунтаваны
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ευκατάστατος, ευκατάστατος στα λευκορωσίας, багаты στα ελληνικά
ευκατάστατος στα λευκορωσίας