lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αισθάνομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abhor, be, detect, fare, feel, fell, fine, smell, smelt
αισθάνομαι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
cítit, hmatat, jít, ohmatat, ohmatávat, pociťovat, pocítit, tušit, ucítit, vycítit, zakoušet
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
duften, empfinden, fühlen, riechen, spüren, stinken, tasten, wahrnehmen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
befinde, dufte, fornemme, føle, kost, lugte, må, mærke, være
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encontrarse, oler, olfatear, oliscar, palpar, percibir, resentirse, sentir, sentirse, tentar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aller, concevoir, pressentir, ressentir, sentir, tâter, éprouver
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intuire, percepire, provare, sentire, stare, tastare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
befinne, fornemme, føle, kost, lukte, må, være
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ощущать, чувствовать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kost, känna, kännas, må
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndiej
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
lõhnama, tundma
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haista, haistaa, koetella, tuntea
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
érez, érezni, érzékelni
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kvepėti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apalpar, cheirar, encontrares, experimentar, palpar, sentir, tentar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
mirosi
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
czuć, odczuwać, wyczuwać

Σχετικές λέξεις

αισθάνομαι τυχερός, αισθάνομαι κλίση, αισθάνομαι μοναξιά, αισθάνομαι κουρασμένη, αισθάνομαι συνέχεια κουρασμένη, αισθάνομαι συνώνυμο, αισθάνομαι μόνη, αισθάνομαι αρχικοί χρόνοι, αισθάνομαι κόπωση, αισθάνομαι κουρασμένος