lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ανεκτικότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
forbearance, indulgence, sufferance, tolerance, toleration
ανεκτικότητα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
shovívavost, snášenlivost, strpení, tolerance, tolerování, trpění
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ablass, nachgiebigkeit, nachsicht, toleranz
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
tålsomhed
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disimulo, indulgencia, tolerancia
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
clémence, gâterie, indulgence, longanimité, tolérance
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indulgenza, tolleranza
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
toleranse, tålsomhet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
потворство, снисходительность, терпимость, толерантность
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tolerans
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
дапушчальнасць, цярпімасць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hemmottelu, suvaitsevaisuus
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elnézés, tolerancia, türelem
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
indulgencia
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ліберальність, терпимість, толерантність, широта
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pobłażliwość, tolerancja

Σχετικές λέξεις

ανεκτικότητα συνώνυμο, ανεκτικότητα αντώνυμο, ανεκτικότητα εκθεση, ανεκτικότητα ορισμόσ, ανεκτικότητα στη διαφορετικότητα, ανεκτικότητα αντωνυμα, ανεκτικότητα λεξικό, ανεκτικότητα αντίθετο, ανεκτικότητα συνώνυμα, διαφορετικότητα ανεκτικότητα