lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βαφέας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
decorator, painter
βαφέας
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
malíř, natěrač
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
maler
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kunstmaler, kunstner, maler, malermester
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pincel, pintor
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
animalier, badigeonneur, beurrier, femme, fresquiste, peintre
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imbianchino, pittore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kunstner, maler, malermester
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
живописец, маляр, художник
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konstnär, maler, målare
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
piktor
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
maalikunstnik
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slikar
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
tapytojas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pincel, pintor
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
maliar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
malarz

Σχετικές λέξεις

βαφέας εθνικό, βαφέας βασίλης, βαφέας σκηνοθέτης, βαφέασ νίκοσ, βαφέας παναγιώτης, βαφέας αντιδήμαρχος, βαφέας αυτοκινήτων, βαφέας αυτοκινήτων θεσσαλονίκη, αντώνης βαφέας, ιωάννης βαφέας