lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαιτητής στα βουλγαρικά

Λέξη:
διαιτητής (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (2):
посредник, съдия
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά διαιτητής, διαιτητής φαίνεται σαν να πανηγυρίζει γκολ, διαιτητής τριτσώνης, διαιτητής σιδηρόπουλος, διαιτητής ποδοσφαίρου, διαιτητής μπάσκετ, διαιτητής στα βουλγαρικά, посредник στα ελληνικά
διαιτητής στα βουλγαρικά