lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαιτητής στα πορτογαλικά

Λέξη:
διαιτητής (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (3):
árbitro, juiz, magistrado
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά διαιτητής, διαιτητής φαίνεται σαν να πανηγυρίζει γκολ, διαιτητής τριτσώνης, διαιτητής σιδηρόπουλος, διαιτητής ποδοσφαίρου, διαιτητής μπάσκετ, διαιτητής στα πορτογαλικά, árbitro στα ελληνικά
διαιτητής στα πορτογαλικά