lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαιτητής στα σουηδικά

Λέξη:
διαιτητής (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (2):
domare, domer
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά διαιτητής, διαιτητής φαίνεται σαν να πανηγυρίζει γκολ, διαιτητής τριτσώνης, διαιτητής σιδηρόπουλος, διαιτητής ποδοσφαίρου, διαιτητής μπάσκετ, διαιτητής στα σουηδικά, domare στα ελληνικά
διαιτητής στα σουηδικά