lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαιτητής στα ουκρανικά

Λέξη:
διαιτητής (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
арбітр, рефері, суддя, хазяїн, правосуддя, справедливість, юстиція
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά διαιτητής, διαιτητής φαίνεται σαν να πανηγυρίζει γκολ, διαιτητής τριτσώνης, διαιτητής σιδηρόπουλος, διαιτητής ποδοσφαίρου, διαιτητής μπάσκετ, διαιτητής στα ουκρανικά, арбітр στα ελληνικά
διαιτητής στα ουκρανικά