lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελαττώνω στα τσεχική

Λέξη:
ελαττώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (26):
krátit, mírnit, napravit, odečítat, odkysličovat, omezit, oslabit, podmanit, podrobit, polevit, potlačit, redukovat, snižovat, snížit, stlačit, ubýt, ubývat, zeslabit, zkrátit, zmenšit, zmenšovat, zmírnit, zmírňovat, zredukovat, zrušit, ztenčit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ελαττώνω, ελαττώνω συνωνυμα, ελαττώνω στα αγγλικα, ελαττώνω στα τσεχική, krátit στα ελληνικά
ελαττώνω στα τσεχική