ευεργέτης στα αγγλικά ευεργέτης στα γερμανικά ευεργέτης στα ισπανικά ευεργέτης στα ιταλικά ευεργέτης στα ρωσικά ευεργέτης στα λευκορωσίας ευεργέτης στα σλοβακική ευεργέτης στα ουκρανικά ευεργέτης στα πολωνική ευεργέτης στα δανική ευεργέτης στα νορβηγικά ευεργέτης στα ουγγρική
βαθύς στα τσεχική ελαττωματικός στα νορβηγικά μειοψηφία στα ουγγρική αντιπρόσωπος στα λιθουανική μεσολάβηση στα νορβηγικά
δικαστική μεσολάβηση αντιπρόσωπος καλλυντικων αναστέλλουσα μειοψηφία βαθύς συνώνυμο ελαττωματικός κάδος