κολλαρίζω στα αγγλικά κολλαρίζω στα τσεχική κολλαρίζω στα γερμανικά κολλαρίζω στα δανική κολλαρίζω στα ισπανικά κολλαρίζω στα ρωσικά κολλαρίζω στα ουγγρική κολλαρίζω στα πολωνική
μερίδιο στα ουγγρική παντελόνι στα γαλλικά εγκάρδιος στα αγγλικά εγγύηση στα γαλλικά άβακας στα γερμανικά
παντελόνι βράκα εγκάρδιος συνώνυμο μερίδιο αγοράς σταθερής τηλεφωνίας εγγύηση δεη άβακας αριθμητήριο