lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αλάνθαστος στα γερμανικά

Λέξη:
αλάνθαστος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (10):
unabwendbar, unausweichlich, unvermeidlich, unfehlbar, bestimmt, gewiss, sicher, ständig, verlässlich, zuverlässig
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αλάνθαστος, ουδείς αλάνθαστος, αλάνθαστοσ συνώνυμα, αλάνθαστος στα γερμανικά, unabwendbar στα ελληνικά
αλάνθαστος στα γερμανικά