lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αλάνθαστος στα αγγλικά

Λέξη:
αλάνθαστος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (16):
certain, dependable, foolproof, indefectible, inevitable, infallible, reliability, reliable, sterling, sure, trouble-free, true-blue, trusted, unavoidable, unerring, unfailing
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά αλάνθαστος, ουδείς αλάνθαστος, αλάνθαστοσ συνώνυμα, αλάνθαστος στα αγγλικά, certain στα ελληνικά
αλάνθαστος στα αγγλικά