lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανέχομαι στα γερμανικά

Λέξη:
ανέχομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
aushalten, erdulden, erleiden, ertragen, gelitten, leiden, vertragen, dulden, tolerieren
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ανέχομαι, δεν ανέχομαι, ανέχομαι σημασια, ανέχομαι κλιση, ανέχομαι ετυμολογία, ανέχομαι αρχικοι χρονοι, ανέχομαι στα γερμανικά, aushalten στα ελληνικά
ανέχομαι στα γερμανικά