lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανέχομαι στα τσεχική

Λέξη:
ανέχομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (18):
bolest, dovolit, dovolovat, nést, podstoupit, prodělat, přetrpět, snášet, snést, strpět, tolerovat, trpět, utrpení, utrpět, vydržet, vystát, vytrpět, zakusit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ανέχομαι, δεν ανέχομαι, ανέχομαι σημασια, ανέχομαι κλιση, ανέχομαι ετυμολογία, ανέχομαι αρχικοι χρονοι, ανέχομαι στα τσεχική, bolest στα ελληνικά
ανέχομαι στα τσεχική