lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανέχομαι στα πορτογαλικά

Λέξη:
ανέχομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
aguentar, comportar, dolos, dor, mal, padecer, pena, penar, sofrer, suportar, tolerar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ανέχομαι, δεν ανέχομαι, ανέχομαι σημασια, ανέχομαι κλιση, ανέχομαι ετυμολογία, ανέχομαι αρχικοι χρονοι, ανέχομαι στα πορτογαλικά, aguentar στα ελληνικά
ανέχομαι στα πορτογαλικά